Requiem for a Dream : Ο Darren Aronofsky μας βυθίζει μέσα στο λαγούμι…

by Αντρέι Κοτσεργκιν

«That’s the trouble with ya New York dope fiends. Ya got a rotten attitude.»

Το Requiem for a Dream ξεκινάει ως μία «Ρωμαίος και Ιουλιέτα» ιστορία τοποθετημένη μέσα σε μια 00s Νέα Υόρκη φισκα στην πρέζα και τα διαλυμένα όνειρα.

Έχοντας κερδίσει τις εντυπώσεις με , το φουλ indie και ασπρόμαυρο , ντεμπούτο του με τίτλο Π ο σκηνοθέτης Darren Aronofsky ήταν έτοιμος να καταθέσει την οπτική του επάνω στα ναρκωτικά. Το Π μας φανερωσε έναν αντισυμβατικό σκηνοθέτη και στο δεύτερο φίλμ του ο Aronofsky συνεχίζει να ανατρέπει τις προσδοκίες του κοινού.

Ναι στο Requiem…o Darren Aronofsky καταγράφει την πτώση τεσσάρων ανθρώπων στην Άβυσσο των εξαρτήσεων και της απόγνωσης. Όμως η ηρωίνη δεν είναι το μοναδικό ναρκωτικό που εξετάζει μέσα στο κινηματογραφικό εργαστήριο του ο σκηνοθέτης.

Για τον Aronofsky ο εθισμός και η αυτοκαταστροφή δεν συναντώνται μονάχα μέσα στα σκοτεινά σοκάκια μιας μεγαλούπολης. Τα βρίσκεις και μέσα στην τηλεόραση και τα ιατρεία.

Η υποκρισία μιας κοινωνίας που θεωρεί ότι αν τα ναρκωτικά σου είναι συνταγογραφημενα είναι και αποδεκτά λειτουργεί ως η άκρη της βελόνας σε αυτό το φίλμ …

Μέσω μιας σύνθετης και ενίοτε «σπιντατης» αφήγησης ο σκηνοθέτης παίρνει τέσσερα διαφορετικά αρχέτυπα και τα βυθίζει στις εξαρτήσεις.

Ο Harry είναι ο λευκός πρωταγωνιστής που ρίχνεται στην πρέζα και τον ακολουθεί η Marion , που λειτουργεί ως το πανέμορφο σύμβολο της προνομιούχας τάξης που εθίζεται στο ναρκωτικό των φτωχών με την δικαιολογία ότι είναι «κατεστραμμένη» μέσα της. Στον μικρόκοσμο τους πετυχαίνουμε και τον , Αφροαμερικανο Tyrone αλλά και την ηλικιωμένη μάνα του Harry , Sarah Goldfarb.

Και οι τέσσερις «ήρωες» κυνηγάνε το Αμερικανικό Όνειρο που όμως καταλήγει σε έναν εθισμό και σταδιακά εξελίσσεται σε έναν «Λευκό Λαγό» που τους βάζει να τον ακολουθούν , μάταια, μέσα σε ένα λαγούμι που ζεχνει από κυνισμό και επερχόμενη καταδίκη.

Ως θεατής εξαρχής έχεις την αίσθηση ότι το κυνήγι του «ονείρου» δεν θα εξελιχθεί καθόλου καλά για κανέναν από τους τέσσερις πρωταγωνιστές. Και πάλι η «τιμωρία» που θα υποστεί ο καθένας τους στο φινάλε είναι τόσο βάναυση που πραγματικά ύστερα από την λήξη της προβολής θα θες να κάνεις ένα τσιγάρο και ένα κρύο ντουζ , μπας και συνέλθεις από την όλη εμπειρία…

Το Requiem…στηρίζεται στην ομώνυμη νουβέλα του συγγραφέα Hubert Selby Jr. (που συνυπογράφει το σενάριο). O Aronofsky εξασφάλισε τα δικαιώματα έναντι χιλίων δολαρίων , ένα ποσό που σε εκείνη την φάση της καριέρας του δεν ήταν καθόλου εύκολη υπόθεση να το συγκεντρώσει.

Η Underground απήχηση που γνώρισε το Π βοήθησε τον σκηνοθέτη να στελεχώσει το φίλμ του με ένα cast που απαρτίζονταν τόσο από ανερχόμενους όσο και από βετεράνους ηθοποιούς. Οι Jared Leto και Jennifer Connelly κάνουν εδώ το πρώτο μεγάλο βήμα ώστε να χτίσουν τις μετέπειτα καριέρες τους ενώ η Ellen Burstyn μετουσιώνει την εμπειρία της σε μια σπουδαία ερμηνεία . Την μεγαλύτερη όμως έκπληξη αποτελεί ίσως ο Marlon Wayans που από εξπερ της χαζοκωμωδιας / παρωδίας εξελίσσεται, έστω και για μια ταινία , σε έναν ηθοποιό που διακρίνεται από ταλέντο στο δράμα.

Τεράστιο ενδιαφέρον παρουσιάζει και το συμπληρωματικό cast. O Sean Gullette (που σήκωσε ερμηνευτικά το Π επάνω του ) μας συστήνει σε έναν απίστευτα γλοιώδη , creepy και χειριστικο ψυχίατρο ενώ ο Keith David υποδύεται έναν πρεζεμπορα που αποφασίζει ότι προτιμά να πληρώνεται σε σεξ παρά με χρήματα. Ιδανική φάτσα και ο Christopher McDonald ώστε να ενσαρκώσει τον τηλεπαρουσιαστή που θα κάνει «πραγματικότητα» όλα σου τα όνειρα…

Σκηνοθετικά το Requiem… ιντριγκάρε κοινό και κριτικούς χάρη στα rapid cuts ( aka Hip~Hop μοντάζ) που εφάρμοσε ο σκηνοθέτης του.

Κάθε φορά που ένας χαρακτήρας κάνει χρήση ναρκωτικών ο Aronofsky μας δίνει έναν φρενήρη καταιγισμό από πλάνα που αιχμαλωτίζουν την μετάβαση από την νηφαλιότητα στην «μέθη«.

Η δουλειά του cinematographer Matthew Libatique υπήρξε καθοριστικής σημασίας για την ποιότητα του τελικού αποτελέσματος και ήταν εξαιρετικά πρωτοποριακή για τα δεδομένα της εποχής.

Την «τοξική» ατμόσφαιρα σιγονταρει η μουσική του Clint Mansell που αναδεικνύει τον κυνισμό και την παρακμή που κυκλώνουν τους πρωταγωνιστές. Η μουσική της ταινίας βοηθά τον σκηνοθέτη να χτίσει ένα ρομάντζο που όμως δεν έχει την παραμικρή ελπίδα επιβίωσης μέσα στην διόλου ρομαντική «κουλτούρα» των ναρκωτικών.

Για να πιάσουν οι Leto και Wayans την αίσθηση ενός τοξικομανη ο σκηνοθέτης τους παρακίνησε να απέχουν από το σεξ και την ζάχαρη για έναν μήνα , έτσι ώστε να εκδηλωθεί έντονα η «λιγούρα» που νιώθει ένας χρήστης ύστερα από ένα διάστημα αποχής από την πρέζα. Ο Leto , όντας θιασώτης του method acting, πέρασε ένα διάστημα στα σοκάκια του Μπρούκλιν και στο πλευρό γνήσιων τοξικομανών ενώ φρόντισε να χάσει και γύρω στα 25 κιλά. Ο Aronofsky αποφάσισε να στελεχώσει το cast και με αληθινούς χρήστες που κατά την διάρκεια των γυρισμάτων δεν αμελουσαν να κάνουν χρήση ηρωίνης.

Και ναι το σκηνοθετικό ύφος που εφαρμόζει εδώ ο Aronofsky διακρίνεται από μια «δηθενια» αλλά ο συγκεκριμένος σκηνοθέτης ανέκαθεν μπορούσε να υποστηρίζει τον Ναρκισσισμό του .

Με μοναδική εξαίρεση ίσως τον Νώε του.

Βγαίνοντας στις αίθουσες , τον Μάη του 2000, το Requiem…σημείωσε μικρή εισπρακτική επιτυχία (παρά το R~Rating που αναπόφευκτα έλαβε) και κέντρισε το ενδιαφέρον των κριτικών .

Αρκετοί κριτικοί αποθέωσαν το ύφος και τις τεχνικές του σκηνοθέτη και τις ερμηνείες των ηθοποιών . Οι αρνητές του φιλμ εστίασαν στους χαρακτήρες που έμοιαζαν να λειτουργούν ως «μανεκεν» μέσα σε έναν εξαιρετικά «κυνικό κόσμο«. Προσωπικά δεν το θεωρώ αρνητικό όλο αυτό . Ίσα , ίσα η κοινωνία μας πολλές φορές μοιάζει με ένα κυνικό μέρος όπου εξαρτημένα «μανεκεν» κυκλοφορούν ανάμεσα στον υπόλοιπο πληθυσμό.

Με το πέρασμα των εποχών αρκετοί κριτικοί φαίνεται να αναθεώρησαν τις απόψεις τους επάνω στο φιλμ και σήμερα «κατηγορούν» τον σκηνοθέτη για την έφεση του στο στιλιζάρισμα και τις προβοκατορικες διαθέσεις του. Σε τεχνικό επίπεδο η αξία του Requiem… εναπόκειται στην κρίση του εκάστοτε θεατή. Για μένα πάντως το φίλμ ωρίμασε μια χαρά ακόμη και μέσα στην ανωριμότητα που διέκρινε τότε τον δημιουργό του. Όπως και να χει σεναριακά η ταινία δεν φαίνεται να έχει νοθευτει ούτε στο ελάχιστο.

Παρά την θεματολογία με την ηρωίνη ( που όμως δεν κατονομάζεται ποτέ ως «ηρωίνη) το Requiem for a Dream εξετάζει και την εξάρτηση μας από την «επιτυχία» και την διασημότητα.

Σε αυτή την ταινία η εξάρτηση οδηγεί τους τρείς νεαρούς «ήρωες» σε διαφορετικές μορφές τιμωρίας . Ο Harry καταλήγει με ακρωτηριασμένο χέρι και ο Tyrone στο κελί μιας φυλακής. Η Marion πάλι πουλάει την σεξουαλικότητα της ώστε να εξασφαλίσει το επόμενο φιξακι, παραδίδοντας μια «Ass to Ass» παράσταση για λογαριασμό ενός Keith David που έχει μπει με τρομαχτική ακρίβεια στην ψυχοσύνθεση ενός ντίλερ / νταβατζη που μοιάζει προορισμένος να εξελιχθεί σε μοντέρνο Καλιγούλα. Ο τελευταίος είναι ένας άντρας που έχει πλέον πλουτίσει σε τόσο μεγάλο βαθμό από την πρέζα που αποφασίζει ότι προτιμά να πληρώνεται μέσα από τον εξευτελισμό των πελατών του . Αντιλαμβάνεται απόλυτα την επιρροή που ασκεί επάνω τους το προϊόν του και φροντίζει να διασκεδάσει με την εξουσία που του παρέχει αυτό.

Και όμως στο φινάλε είναι η καημένη και μοναχική Sarah Goldfarb εκείνη που φαίνεται να πληρώνει το πιο σκληρό τίμημα.

Η Sarah αρχικά δείχνει να παραβλέπει το γεγονός ότι ο μοναχογιός της είναι ένας προβληματικός τοξικομανης . Βρίσκεται εγκλωβισμένη σε μια βολική πλάνη. Ναι δηλώνει το ποσό «καλό παιδί» είναι ο Harry στις γειτόνισσες της όμως έχει αρκετή νηφαλιότητα ώστε να φροντίζει να αλυσοδενει την τηλεόραση της για να αποτρέπει τον γιο της να την κλέβει , κατά καιρούς , έχοντας σκοπό να εξασφαλίσει μερικά δολάρια για την επόμενη δόση του . Η άρνηση της Sarah συμβολίζει την άρνηση που επιδεικνύουν σε πολλές περιπτώσεις οι συγγενείς εξαρτημένων ατόμων , που αδυνατούν ή φοβούνται να παραδεχτούν την ύπαρξη του προβλήματος.

Βέβαια η υπερπροστατευτική στάση της γυναίκας απέναντι σε μια συσκευή μας φανερώνει τον δικό της εθισμό…

Ύστερα από μια φάρσα η Sarah πείθεται ότι την επέλεξαν ώστε να συμμετάσχει στο αγαπημένο της τηλεοπτικό πρόγραμμα. Από εκείνη την στιγμή και ύστερα αφιερώνει όλο της το είναι στο να επιτύχει την «μεταμόρφωση» που θα της επιτρέψει να είναι όμορφη και εντυπωσιακή στην πρώτη της τηλεοπτική εμφάνιση. Για την Sarah η «μεταμόρφωση» μεταφράζεται σε ένα παλιό κόκκινο φόρεμα και μια βαφή μαλλιών. Αλλά τίποτε από τα δύο δεν εξελίσσεται όπως το επιθυμεί. Η βαφή αντί για κόκκινη απόχρωση καταλήγει σε ένα κακόγουστο πορτοκαλί χρώμα ενώ η ίδια αδυνατεί να χωρέσει μέσα στο φόρεμα της . Και παρά το γεγονός ότι δεν έχει καμία επιβεβαίωση σχετικά με την συμμετοχή της στο τηλεπαιχνίδι το πρώτο πράγμα που κάνει είναι να διατυμπανίσει στην γειτονιά της τον ερχομό της «μεγάλης της στιγμής».

Η Sarah τελικά καταφεύγει στα , συνταγογραφημενα, χάπια διαιτης ώστε να χάσει τα περιττά κιλά που «απειλούν» να σπιλώσουν την τηλεοπτική καταξίωση της. Ο γιατρός της δίνει μια συνταγή με συνοπτικές διαδικασίες και σταδιακά η γυναίκα αρχίζει να τα καταναλώνει δίχως καμία αίσθηση του μέτρου. Όταν η γυναίκα επιτέλους τολμά να εκφράσει κάποιες ανησυχίες και να κάνει λόγο για «παρενέργειες» οι γιατροί φροντίζουν να πνίξουν αυτούς τους προβληματισμούς. Λειτουργούν ως «ντιλερς» και απλά την φορτώνουν με περισσότερα χάπια.

Ως συνέπεια όλου αυτού η Sarah αρχίζει να υποφέρει από φριχτες παραισθήσεις που σχετίζονται με την διατροφική διαταραχή που αναπτύσσει…

Ο Aronofsky παίρνει ένα αλυσοδεμένο και κτηνωδες…ψυγείο και το εξελίσσει σε σύμβολο ψύχωσης και εξάρτησης . Παράλληλα συνθέτει και μια ψυχεδελική και παλαβή παραλλαγή του Εξορκιστή !

Στο μυαλό της η Sarah βλέπει το τηλεοπτικό κοινό να την αποθεώνει για την ομορφιά και την ευφυία της. Όλοι την λατρεύουν , την χειροκροτούν και ψέλνουν το όνομα της. Καθώς ο σκηνοθέτης διακόπτει το όνειρο και επαναφέρει την γερασμένη γυναίκα μέσα σε ένα φτωχικό και μοναχικό διαμέρισμα διαπιστώνουμε το ποσό τεχνητή είναι αυτή η υπόσχεση της «απόλυτης ευτυχίας» .

Στο φινάλε όσες θυσίες και αν κάνει η Sarah Goldfarb θα παραμείνει εγκλωβισμένη στην δυστυχία και την μοναξιά. Ακριβώς όπως η τηλεόραση ή το ψυγείο της βρίσκεται και εκείνη αλυσοδεμένη σε μια κυνική πραγματικότητα.

Χημικής ή τηλεοπτικής προέλευσης οι ψεύτικες υποσχέσεις ευτυχίας και καταξίωσης όχι μόνο εξακολουθούν να μας περιτριγυρίζουν αλλά σήμερα έχουν αποκτήσει και νέες μορφές. Σε μια κοινωνία όπου η επίτευξη του «Ονείρου» μοιάζει να είναι πιο αναγκαία από ποτέ ίσως τελικά το μόνο που μας μένει να κάνουμε είναι να διαλέξουμε το «φάρμακο» που μας ταιριάζει…

«It’s a reason to get up in the morning. It’s a reason to lose weight, to fit in the red dress. It’s a reason to smile. It makes tomorrow all right…»

Σχολιάστε

Δημιουργήστε ένα δωρεάν ιστότοπο ή ιστολόγιο στο WordPress.com.

ΠΑΝΩ ↑

Design a site like this with WordPress.com
Ξεκινήστε